Χθες, το blog, βίωσε και πάλι το μυστικιστικό εκείνο θαύμα του ελληνικού καλοκαιριού.
Βαθύ μεσημέρι βρέθηκε να βρέχει τα πόδια του σε κάποια αμμουδιά του Ομήρου, με τον σκύλο του να οργώνει άγριος, ελεύθερος, κι ευτυχισμένος την παραλία, όταν ξαφνικά:
Ξέχασε!
Ξέχασε αν είναι φτωχό ή πλούσιο, ξέχασε
μνημόνια και προδότες, ξέχασε ίντερνετ και ιστοσελίδες,
..κι απόμεινε αποχαυνωμένο κάτω απ΄το καθαρτήριο φως του μεσημεριού.
Έκλεισε τα μάτια κι έμεινε ασάλευτο, να μη διώξει την στιγμή.
Μα η στιγμή δεν έφευγε. Είχε γίνει αιωνιότητα.
Και ένιωσε!
Ένιωσε κάτω απ' τις καυτές βελόνες του ήλιου να το κυριεύει μία ηρεμία, και μία ευτυχία απ' το πουθενά φερμένη,
..χωρίς λόγο, χωρίς αίτιο, αλλά και χωρίς αντίλογο.
Ένιωσε δυνατό και κυρίαρχο να διαφεντεύει τον εαυτό του και την μοίρα του,
..κι ένιωσε αδύναμο και μηδαμινό μπροστά στην ομορφιά που αντίκρυζε.
Και πίστεψε!
Πίστεψε πως θα μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα, ψιθυρίζοντας νοερά στίχους απ' το Άξιον Εστί,
..δίνοντας μιά αξία κι ένα παραπάνω νόημα στην υπόλοιπη ζωή του.
Να μείνει ελεύθερο κι αυτόβουλο κι αυτάρκες, κοντά εκεί στην φύση,
..όπου όλα έχουν μιά αιτία κι έναν λόγο που γίνονται,
..και όπου οι ιδιοτέλειες πέρα απ΄ τις πραγματικές ανάγκες είναι ανύπαρκτες,
..να γίνει κι αυτό ένα άγριο -ήμερο- ζώο, ζώο όμως που ζεί και που υμνεί την ζωή σε κάθε ανάσα και σε κάθε γουλιά νερού που πίνει.
Όταν αργότερα βγήκε απ' τον άϋπνο λήθαργο, με το σκυλί καθισμένο δίπλα του, ξέπνοο πιά απ' την ευτυχισμένη κούραση, να του γλείφει το χέρι, ένιωσε να πεινάει.
Έβγαλε απ' την τσέπη λίγα χρήματα και τα άπλωσε μπροστά του:
''Φέρτε μου να φάω!'', τους είπε. ''Πεινάω!''
Μα αυτά έμειναν εκεί, μπροστά του, όπως τα άφησε.
Ακούνητα.
Και άνοα!..
Υ.Γ. το σημερινό σχόλιο είναι βαθύτατα πολιτικό, και στρέφεται ως άγριο ''κατηγορώ'' εναντίον αυτών που μας κλέβουν και μας καταστρέφουν την ζωή.
Βαθύ μεσημέρι βρέθηκε να βρέχει τα πόδια του σε κάποια αμμουδιά του Ομήρου, με τον σκύλο του να οργώνει άγριος, ελεύθερος, κι ευτυχισμένος την παραλία, όταν ξαφνικά:
Ξέχασε!
Ξέχασε αν είναι φτωχό ή πλούσιο, ξέχασε
μνημόνια και προδότες, ξέχασε ίντερνετ και ιστοσελίδες,
..κι απόμεινε αποχαυνωμένο κάτω απ΄το καθαρτήριο φως του μεσημεριού.
Έκλεισε τα μάτια κι έμεινε ασάλευτο, να μη διώξει την στιγμή.
Μα η στιγμή δεν έφευγε. Είχε γίνει αιωνιότητα.
Και ένιωσε!
Ένιωσε κάτω απ' τις καυτές βελόνες του ήλιου να το κυριεύει μία ηρεμία, και μία ευτυχία απ' το πουθενά φερμένη,
..χωρίς λόγο, χωρίς αίτιο, αλλά και χωρίς αντίλογο.
Ένιωσε δυνατό και κυρίαρχο να διαφεντεύει τον εαυτό του και την μοίρα του,
..κι ένιωσε αδύναμο και μηδαμινό μπροστά στην ομορφιά που αντίκρυζε.
Και πίστεψε!
Πίστεψε πως θα μπορούσε να μείνει εκεί για πάντα, ψιθυρίζοντας νοερά στίχους απ' το Άξιον Εστί,
..δίνοντας μιά αξία κι ένα παραπάνω νόημα στην υπόλοιπη ζωή του.
Να μείνει ελεύθερο κι αυτόβουλο κι αυτάρκες, κοντά εκεί στην φύση,
..όπου όλα έχουν μιά αιτία κι έναν λόγο που γίνονται,
..και όπου οι ιδιοτέλειες πέρα απ΄ τις πραγματικές ανάγκες είναι ανύπαρκτες,
..να γίνει κι αυτό ένα άγριο -ήμερο- ζώο, ζώο όμως που ζεί και που υμνεί την ζωή σε κάθε ανάσα και σε κάθε γουλιά νερού που πίνει.
Όταν αργότερα βγήκε απ' τον άϋπνο λήθαργο, με το σκυλί καθισμένο δίπλα του, ξέπνοο πιά απ' την ευτυχισμένη κούραση, να του γλείφει το χέρι, ένιωσε να πεινάει.
Έβγαλε απ' την τσέπη λίγα χρήματα και τα άπλωσε μπροστά του:
''Φέρτε μου να φάω!'', τους είπε. ''Πεινάω!''
Μα αυτά έμειναν εκεί, μπροστά του, όπως τα άφησε.
Ακούνητα.
Και άνοα!..
Υ.Γ. το σημερινό σχόλιο είναι βαθύτατα πολιτικό, και στρέφεται ως άγριο ''κατηγορώ'' εναντίον αυτών που μας κλέβουν και μας καταστρέφουν την ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου